- Ζαν Φρανσουά Μιλλέ, Οι σταχομαζώχτρες, 1857, Λάδι πάνω σε μουσαμά, 83,8 x 111 εκ. Μουσείο Ορσαί, Παρίσι. Στις ακαδημίες ίσχυε η ιδέα πως τα αξιοπρεπή έργα έπρεπε να παριστάνουν αξιοπρεπή πρόσωπα και πως οι εργάτες και οι χωρικοί ήταν κατάλληλα θέματα μόνο για έργα ηθογραφίας στην παράδοση των Ολλανδών δασκάλων. Την Εποχή της Επανάστασης του 1848, μια ομάδα καλλιτεχνών συγκεντρώθηκε στο γαλλικό χωριό Μπαρμπιζόν, για να ακολουθήσει τις ιδέες του Κόνσταμπλ, κοιτάζοντας τη φύση με καινούρια μάτια. O Francois Millet (1814-1875) είχε την ιδέα να χρησιμοποιήσει στις ανθρώπινες μορφές του τις αρχές του Κόνσταμπλ για το τοπίο. Ήθελε να ζωγραφίσει επεισόδια από τη ζωή των χωρικών όπως ήταν πραγματικά, να ζωγραφίσει άντρες και γυναίκες να δουλεύουν στα χωράφια. Είναι περίεργο σήμερα το ότι μια τέτοια πρόθεση θεωρήθηκε επαναστατική, στην τέχνη όμως του παρελθόντος οι χωρικοί ήταν γενικά πρόσωπα κωμικά, όπως τους είχε ζωγραφίσει ο Μπρέγκελ. Το έργο Σταχομαζώχτρες, δεν υπάρχει δραματικό επεισόδιο, ούτε η εικονογράφηση κάποιας ιστορίας. Απλώς τρείς μορφές που δουλεύουν σκληρά σε ένα χωράφι όπου γίνεται ο θερισμός. Οι τρεις γυναίκες δεν είναι ούτε όμορφες ούτε χαριτωμένες. Δεν υπάρχει τίποτα στην εικόνα που να αναφέρεται σε κάποιο βουκολικό ειδύλλιο. Οι γυναίκες κινούνται αργά και βαριά, αφοσιωμένες στη δουλειά τους. Ο Μιλλέ έκανε ότι μπορούσε για να δώσει έμφαση στην τετράγωνη, βαριά φτιαξιά τους και τις μετρημένες τους κινήσεις. Τις έπλασε στέρεα, με απλά περιγράμματα, με φόντο τη φωτεινή, ηλιόλουστη πεδιάδα. Έτσι, οι τρεις του χωριάτισσες απέκτησαν μιαν αξιοπρέπεια πιο φυσική και πιο πειστική από τους ακαδημαϊκούς ήρωες. Η διάταξη, που με την πρώτη ματιά μοιάζει τυχαία, υπογραμμίζει αυτή την εντύπωση της ήρεμης στάσης. Υπάρχει ένας υπολογισμένος ρυθμός στην κίνηση και στην τοποθέτηση των μορφών, που δίνει σταθερότητα στην όλη σύνθεση και μας κάνει να νιώσουμε πως ο ζωγράφος αντιμετώπισε την εργασία του θερισμού σαν ένα επεισόδιο επίσημο και σημαντικό. Ήθελε να μας κάνει να καταλάβουμε την αξιοπρέπεια του μόχθου. Πηγή: E.H.Gombrich, Το Χρονικό της Τέχνης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1999, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Ο ζωγράφος απεικονίζει στιγμιότυπα και έθιμα από τη ζωή των απλών ανθρώπων με μία ιδεαλιστική διάθεση, αλλά και αμεσότητα, και παράλληλα με εθνογραφικό ενδιαφέρον. Στις περισσότερες ελληνικές ηθογραφίες του Γύζη το παιδί είναι μια ουσιαστική παρουσία μέσα στο έργο και η απόδοση του αναδεικνύει το ζωγράφο οξύ παρατηρητή των «αποχρώσεων» του παιδικού ψυχισμού. Στα «Αρραβωνιάσματα των παιδιών», που και ο ίδιος ο καλλιτέχνης εκτιμούσε πολύ, δεν μπορεί να μην σταθεί κανείς. Εδώ εικονογραφεί ένα παλιό έθιμο, με ιδιαίτερη ιστορική βαρύτητα στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Είναι έκδηλη η έγνοια του ζωγράφου να καταγράψει με όσο το δυνατό μεγαλύτερη περιγραφική ακρίβεια το γεγονός, το χώρο, τις φορεσιές, και εδώ βλέπουμε αβρά, εξευγενισμένα γυναικεία και παιδικά πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε πολλές ελληνικές σκηνές του καλλιτέχνη, μάρτυρες κι αυτά της έμφυτης ιδεαλιστικής ροπής του. Ένας Γερμανός τεχνοκρίτης έγραφε, σχολιάζοντας το έργο αυτό, το 1897: «Πόσον επιτυχώς κατώρθωσε εις τους Αρραβώνας των παίδων να αναπαραστήσει το πρόωρον εκείνο ερύθημα, τον ισχυρόν αυτόν φυσικόν προμαχώνα της γυναικείας αρετής. Αλλά η σοβαρότητα του γέροντος ιερέως, η επισημότης της τελετής και η γενική προσήλωση εις το παιδί, δίδουν μιαν σημασίαν εις το μικρόν του άτομον και του αφυπνίζουν εν αίσθημα ιδίας αξίας, σκεπτικισμού και συστολής.» Ο καλόγερος και το μικρό κορίτσι επανέρχονται και σε άλλους πίνακες του Γύζη. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Εξήντα περίπου χρόνια μετά την Επανάσταση, τα πολεμικά και ιστορικά γεγονότα, έχοντας πια περάσει στη σφαίρα του θρύλου, έχουν χάσει τη ρεαλιστική οξύτητά τους, και οι πίνακες του Γύζη με «εθνικές υποθέσεις» παίρνουν κυρίως τη μορφή και το ύφος της ηθογραφικής, αφηγηματικής, λυρικής κάποτε, ζωγραφικής, που είναι άλλωστε μέσα στην παράδοση της γερμανικής ζωγραφικής της εποχής του. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου παρατηρεί για τους πίνακες αυτούς του Γύζη στο άρθρο του: «Η ηθογραφία του Γκύζη»: « Εις το κοπιώδες, έντιμον και μεγαλόστομον έργον του Βαυαρού ζωγράφου Έςς εξυμνούνται όλα τα γεγονότα της Ελληνικής Εποποιίας, αλλά το Είκοσιένα το βλέπει κανείς ζωηρότερα στο «Κρυφό Σχολειό», στον Μικρό Σοφό και στο Παραμύθι της Γιαγιάς του Γκύζη». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης γράφει χαρακτηριστικά για το έργο, σε ένα γράμμα τους στον πεθερό του, το 1886: «Εις γωνίαν εντός σκοτεινού υπογείου εκκλησίας, μπαρωμένης της θύρας, καθήμενος γέρων καλόγηρος, επί των γονάτων αυτού έχων βιβλίον και περί αυτόν πέντε παιδία εφήβου ηλικίας διδάσκει αυτά. Δια του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και δια του οπλησμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρυπτώ εξετελούντο. Η εικών αύτη είναι μικρά, με δυσκολεύει η αρμονία της καθότι ηθέλησα να παραστήσω μυστηριώδη πράξιν εις σκοτεινόν υπόγειον μόνον δια μιας ακτίνος ηλίου εισερχομένης εντός και δια της αντανακλάσεως αυτής της φωτοσκίασιν των προσώπων και λοιπών αντικειμένων». Στο πλαίσιο της φωτογραφίας ο Γύζης έχει γράψει: «Σχολείον Κρυπτόν». Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Σχεδόν σύγχρονο έργο (πριν από το 1873) είναι τα Κάλαντα (Συλλ. Ιω. Σερπιέρη). Εδώ μια ομάδα αγοριών ντυμένων με τις τοπικές τους φορεσιές (βράκα, φουστανέλα κλπ.) τραγουδά τα κάλαντα μέσα στην αυλή ενός φτωχικού σπιτιού, ενώ, η νοικοκυρά στέκεται στην πόρτα για να ακούσει, κρατώντας το μικρό στην αγκαλιά. Ο καλλιτέχνης έχει ζωγραφίσει με ιδιαίτερη επιμέλεια την ποικιλία των φορεσιών που φορούν τα παιδιά και με μεγάλη ψυχογραφική ικανότητα έχει αποδώσει την έκφραση του κάθε παιδιού, τη στάση του, τη χαρά τους καθώς τραγουδούν και μαζί την έγνοιά τους να εκτελέσουν σωστά το έργο τους, έγνοια που προσδίδει μια σοβαρότητα στα παιδικά πρόσωπά τους. Εκτός από την απεικόνιση της παιδικής μορφής στα πλαίσια εθίμων ή σκηνών με κάποιο λαογραφικό ή εθνογραφικό υπόβαθρο, όπου το παιδί, όπως άλλωστε και οι ενήλικες, μέσα από τη φορεσιά ή το «ρόλο» του στην εικόνα, προβάλλεται κατά κάποιο τρόπο ως φορέας ενός «μηνύματος» με εθνικές προεκτάσεις, ο Λύτρας ενδιαφέρεται να δώσει και μια αμεσότερη αποτύπωση του παιδιού, ζωγραφίζοντας εκφραστικά και χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την παιδική ζωή. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Το 1865 ο Λύτρας στρέφει αποφασιστικά τη ματιά του στον ελληνικό χώρο και στους απλούς ανθρώπους του τόπου του και αρχίζει να καταγράφει στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής του, συνήθειες και έθιμα με αφηγηματική, περιγραφική διάθεση αλλά και αμεσότητα. Πέρα από τα πρόσωπα και το χώρο, ο Λύτρας ενδιαφέρεται να αποτυπώσει και τις διάφορες τοπικές ενδυμασίες με όλη τη γραφικότητα και τα στολίδια τους. Στα χρόνια αυτά θεμελιώνεται η επιστήμη της λαογραφίας με τις εργασίες του Νικόλαου Πολίτη. Η πρώτη, ίσως, γνήσια ελληνική ηθογραφία είναι το έργο του Λύτρα «Επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης» (γύρω στα 1870), το οποίο δανείζεται στοιχεία από τον πίνακα του Γερμανού ζωγράφου Peter Von Hess, επιστροφή μιας Αθηναϊκής οικογένειας μετά το τέλος της επανάστασης. Ο πατέρας καθισμένος στο ζώο, παίζει το μουσικό όργανο και τραγουδά. Λίγο πιο μπροστά προχωρεί ο μικρός γιός, ντυμένος τη φουστανέλα, που συνοδεύει τον πατέρα του με τη φλογέρα και ανάμεσά τους η νεαρή μάνα με την τοπική φορεσιά, έχοντας στους ώμους το μικρότερο παιδί, που όλο χαρά κρατά την κουλούρα του σαν τρόπαιο στο υψωμένο του χέρι. Η εικόνα του άνδρα πάνω στο ζώο και της γυναίκας που προχωρεί με τα πόδια, φορτωμένη μάλιστα το παιδί, είναι πιστή καταγραφή της ελληνικής πραγματικότητας. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Χαράλαμπος Παχής-Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα, λάδι σε μουσαμά (Εθνική Πινακοθήκη) Η λαϊκότροπη τεχνοτροπία με το σκληρό πλάσιμο και ένα τονισμένο ρεαλισμό δημιουργεί ένα τραχύ αποτέλεσμα που απέχει πολύ από την απαλότητα του παιδιού. Αυτή η αδυναμία στην απόδοση γνήσιων παιδικών μορφών, πέρα από το μέτρο μιας προσωπικής ικανότητας, μαρτυρεί ακόμη την έλλειψη άσκησης και εξοικείωσης αρκετών ζωγράφων μας με το παιδί, ένα δύσκολο μάλιστα από τη φύση του θέμα. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.