ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ (1833-1922)
Ο 19ος αιώνας στη νεοελληνική τέχνη σφραγίζεται από την καινούρια όραση για το παιδί και την παιδική ηλικία, που τώρα θεωρείται αυθύπαρκτη αξία και όχι πιο απλό μεταβατικό στάδιο μέσα στη ζωή του ανθρώπου, γίνονται πρωταρχικό αντικείμενο προσοχής και εξυμνούνται ως σύμβολο αθωότητας, ψυχικής αρμονίας, τελειότητας.
Το παιδί αποκτά μια ξεχωριστή θέση στο ρεπερτόριο της ευρωπαϊκής – ολλανδικής ιδιαίτερα και γαλλικής ηθογραφικής ζωγραφικής από τα τέλη του 16ου αιώνα και κυρίως στο 17ο αιώνα, σαν συνέπεια στο χώρο της τέχνης των νέων τότε στη Δύση αντιλήψεων για την οικογένεια. Μέσα στον 19ο αιώνα η ανάπτυξη της ηθογραφίας με επίκεντρο την απλή καθημερινή ζωή στην πόλη και την ύπαιθρο θα δώσει πλήθος αυθεντικών και εκφραστικών παιδικών εικόνων που αντανακλούν με ενάργεια το αυξημένο ενδιαφέρον των καλλιτεχνών για την αποτύπωση της ιδιαίτερης «φυσιογνωμίας» αλλά και του κόσμου του παιδιού. Αυτό το ενδιαφέρον εκδηλώνεται με μεγάλη έμφαση στη Γερμανία, όπου η ηθογραφική ζωγραφική γνωρίζει σημαντική άνθηση. Το γεγονός αυτό καθώς και το συναισθηματικό-ιδεαλιστικό πρίσμα μέσα από το οποίο προσεγγίζει το παιδί σε πολλούς γερμανικούς πίνακες είχαν αποφασιστική επίδραση στις παιδικές παραστάσεις της νεοελληνικής ζωγραφικής κυρίως των τελευταίων τριάντα χρόνων του 19ου αιώνα, μέσα από τη θητεία πολλών ζωγράφων μας στην Ακαδημία του Μονάχου, αλλά και την άμεση γνωριμία τους με γερμανικά έργα. Ένα ιδεαλιστικό – συναισθηματικό φίλτρο, άλλωστε, μέσα από το οποίο πραγματοποιείται μια ωραιοποίηση της καθημερινότητας, αποτελεί βασικό γνώρισμα της γερμανικής ηθογραφικής ζωγραφικής του περασμένου αιώνα.
Ο Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904), που μαζί με τον Νικόλαο Γύζη αποτελούν το δίδυμο των κορυφαίων Ελλήνων ζωγράφων του περασμένου αιώνα, θα δώσει στην νεοελληνική τέχνη τις πρώτες πειστικές, εκφραστικές παιδικές εικόνες από τον ελληνικό χώρο.
Το παιδί άρχισε να απασχολεί τον Λύτρα από νωρίς, όπως μαρτυρούν οι πίνακές του, Στο Μαγειρείο (χαμένος σήμερα), που ανάγεται στην περίοδο των σπουδών του στην Ακαδημία του Μονάχου (1860- 1865) καθώς και το Παιδί Με Τα Φρούτα (Το έργο βρίσκεται στη συλλογή Σερπιέρη).
Το 1865 ο Λύτρας στρέφει αποφασιστικά τη ματιά του στον ελληνικό χώρο και στους απλούς ανθρώπους του τόπου του και αρχίζει να καταγράφει στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής του, συνήθειες και έθιμα με αφηγηματική, περιγραφική διάθεση αλλά και αμεσότητα. Πέρα από τα πρόσωπα και το χώρο, ο Λύτρας ενδιαφέρεται να αποτυπώσει και τις διάφορες τοπικές ενδυμασίες με όλη τη γραφικότητα και τα στολίδια τους. Στα χρόνια αυτά θεμελιώνεται η επιστήμη της λαογραφίας με τις εργασίες του Νικόλαου Πολίτη.
Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985
- ΕΡΓΑ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Στις πρώτες δεκαετίες μετά την Απελευθέρωση, η Επανάσταση και τα κατορθώματα των αγωνιστών, νωπά ακόμη, διατηρούν ακέραιη την αίγλη και την αμεσότητά τους. Τα πορτρέτα των αγωνιστών-ηρώων και τα επεισόδια του Αγώνα κυρίως, αλλά και πρόσφατα ιστορικά γεγονότα γίνονται τώρα το κατεξοχήν αντικείμενο της ζωγραφικής, που καλείται να διασφαλίσει την ιστορική μνήμη μέσα στο μεσόκοπο ελληνικό κράτος, όπου το πρόσφατο –ένδοξο-ιστορικό παρελθόν και οι συντελεστές του, μαζί με την ελληνική κληρονομιά, αποτελούν ουσιαστικά ερείσματα για την εδραίωσή του και τις προσπάθειές του να χαράξει ένα μέλλον. Οι πρώτοι ηθογραφικοί πίνακες, που εικονογραφούν σκηνές της καθημερινής ζωής στα πρώιμα μεταεπαναστατικά χρόνια, συχνά αναφέρονται έμμεσα στην Επανάσταση. Πέρα από τις ένδοξες αναμνήσεις υπάρχουν και οι θλιβεροί απόηχοι του αγώνα, οι ανάπηροι και φτωχοί αγωνιστές, πραγματικότητα που καταγράφεται από τους ζωγράφους μας πολυσήμαντα. Η παρουσία του παιδιού επιτείνει τη συγκινησιακή φόρτιση του θέματος, ενώ η «αντίστιξη» του κουρασμένου, ανάπηρου, ηλικιωμένου, συνήθως άνδρα και του παιδιού οδηγεί σε συμβολικές προεκτάσεις. Θεόδωρος Βρυζάκης, Ανάπηρος του Αγώνα (1840), λάδι σε μουσαμά 0,62×0,48μ. (Μουσείο Μπενάκη) Ο πίνακας του Θ. Βρυζάκη, με τίτλο «Ανάπηρος του Αγώνα», απεικονίζει ένα ελληνόπουλο με φουστανέλα που οδηγεί έναν τυφλό και κουτσό αγωνιστή. Η έκφραση και η χειρονομία του παιδιού είναι ενδεικτικές του θέματος με το οποίο ο ζωγράφος προσεγγίζει το θέμα. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, σχολιάζοντας αυτούς τους δύο πίνακες, σημειώνει: «Αυτά τα δύο πρόσωπα, που ο ζωγράφος τα βάζει στο μέσον του πίνακα και τα πλαισιώνει με δύο ιστορικούς τόπους: το Μπούρτζι και το Παλαμήδι, εκφράζουν τους δύο κόσμους που συνυπάρχουν μέσα στο νεότευκτο ελληνικό κράτος»… Ο Βρυζάκης, γιός αγωνιστή, που είχε απαγχονιστεί από τους Τούρκους, και γαλουχημένος με την ρομαντικού προσανατολισμού γερμανική ιστοριογραφική ζωγραφική, ζητά να δώσει στους πίνακές του μια ηρωική διάσταση, με τις άμεσες αναφορές στον αγώνα όπως είναι οι φορεσιές, στο Παλαμήδι, το Μπούρτζι και άλλα στοιχεία που λείπουν από άλλα έργα. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Ο Γύζης έζησε και εργάστηκε στο Μόναχο, σε περιβάλλον γερμανικό, και ουσιαστικά απευθύνθηκε με τα έργα του στο γερμανικό αστικό κοινό της εποχής του. Έτσι, παράλληλα με τα ελληνικά έργα του, ζωγραφίζει και πίνακες που εικονογραφούν το γερμανικό περιβάλλον. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η σειρά με τους παππούδες και τα εγγονάκια τους, θέμα που είχε αρχίσει να απασχολεί τον καλλιτέχνη ήδη από πολύ νωρίς (1869). Κι αυτές οι σκηνές, δοσμένες με τη γνωστή μαστοριά του, μαρτυρούν την προσεκτική, διεισδυτική προσέγγισή του στο παιδί. Το λεπτό, έξυπνο χιούμορ του καλλιτέχνη χαρίζει και σε αυτά τα στιγμιότυπα μια πρόσθετη έλξη, ενώ κάποτε προβάλλει διακριτικά κάποιος συμβολισμός. Και η γιαγιά είναι κάποτε παρούσα σε «γερμανικά» έργα του Γύζη, όπως στον πίνακα όπου χορεύει με τις δύο εγγονούλες της 1883. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Ο Γύζης έζησε και εργάστηκε στο Μόναχο, σε περιβάλλον γερμανικό, και ουσιαστικά απευθύνθηκε με τα έργα του στο γερμανικό αστικό κοινό της εποχής του. Έτσι, παράλληλα με τα ελληνικά έργα του, ζωγραφίζει και πίνακες που εικονογραφούν το γερμανικό περιβάλλον. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η σειρά με τους παππούδες και τα εγγονάκια τους, θέμα που είχε αρχίσει να απασχολεί τον καλλιτέχνη ήδη από πολύ νωρίς (1869). Κι αυτές οι σκηνές, δοσμένες με τη γνωστή μαστοριά του, μαρτυρούν την προσεκτική, διεισδυτική προσέγγισή του στο παιδί. Το λεπτό, έξυπνο χιούμορ του καλλιτέχνη χαρίζει και σε αυτά τα στιγμιότυπα μια πρόσθετη έλξη, ενώ κάποτε προβάλλει διακριτικά κάποιος συμβολισμός. Και η γιαγιά είναι κάποτε παρούσα σε «γερμανικά» έργα του Γύζη, όπως στον πίνακα όπου χορεύει με τις δύο εγγονούλες της 1883 και στο Κου-Κου, όπου μέσα σε ένα δωμάτιο γερμανικού σπιτιού μια γιαγιά κρατάει με καμάρι το μωρό στην αγκαλιά της, ενώ η νεαρή μητέρα παίζει το «κου-κου» μαζί του και η μεγαλύτερη αδελφούλα παρακολουθεί. Στο έργο αυτό ο καλλιτέχνης έδεσε αριστοτεχνικά τις τρεις γενιές, με σαφή ωστόσο πρόθεση να εξάρει τη νεαρή μητέρα, της οποίας το πρόσωπο, κυρίως, προβάλλει έντονα φωτισμένο. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Ο ζωγράφος απεικονίζει στιγμιότυπα και έθιμα από τη ζωή των απλών ανθρώπων με μία ιδεαλιστική διάθεση, αλλά και αμεσότητα, και παράλληλα με εθνογραφικό ενδιαφέρον. Στις περισσότερες ελληνικές ηθογραφίες του Γύζη το παιδί είναι μια ουσιαστική παρουσία μέσα στο έργο και η απόδοση του αναδεικνύει το ζωγράφο οξύ παρατηρητή των «αποχρώσεων» του παιδικού ψυχισμού. Στα «Αρραβωνιάσματα των παιδιών», που και ο ίδιος ο καλλιτέχνης εκτιμούσε πολύ, δεν μπορεί να μην σταθεί κανείς. Εδώ εικονογραφεί ένα παλιό έθιμο, με ιδιαίτερη ιστορική βαρύτητα στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Είναι έκδηλη η έγνοια του ζωγράφου να καταγράψει με όσο το δυνατό μεγαλύτερη περιγραφική ακρίβεια το γεγονός, το χώρο, τις φορεσιές, και εδώ βλέπουμε αβρά, εξευγενισμένα γυναικεία και παιδικά πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε πολλές ελληνικές σκηνές του καλλιτέχνη, μάρτυρες κι αυτά της έμφυτης ιδεαλιστικής ροπής του. Ένας Γερμανός τεχνοκρίτης έγραφε, σχολιάζοντας το έργο αυτό, το 1897: «Πόσον επιτυχώς κατώρθωσε εις τους Αρραβώνας των παίδων να αναπαραστήσει το πρόωρον εκείνο ερύθημα, τον ισχυρόν αυτόν φυσικόν προμαχώνα της γυναικείας αρετής. Αλλά η σοβαρότητα του γέροντος ιερέως, η επισημότης της τελετής και η γενική προσήλωση εις το παιδί, δίδουν μιαν σημασίαν εις το μικρόν του άτομον και του αφυπνίζουν εν αίσθημα ιδίας αξίας, σκεπτικισμού και συστολής.» Ο καλόγερος και το μικρό κορίτσι επανέρχονται και σε άλλους πίνακες του Γύζη. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Τα παιδιά με τη σοβαρή έκφραση, τα προσηλωμένα στη μελέτη τους, είναι οι πρωταγωνιστές μιας ακόμη ομάδας έργων της νεοελληνικής ζωγραφικής. Ο Γύζης, σε ένα σαγηνευτικό πίνακά του, την Αποστήθιση 1883, (ιδ. Συλλ.) μία αστική ηθογραφία, απεικονίζει ένα καλοντυμένο μικρό κορίτσι που καθισμένο, με το βιβλίο στα γόνατα και ανασηκωμένο ελαφρά το κεφάλι, αποστηθίζει το μάθημά του. Το σφιγμένο στόμα, τα στυλωμένα λαμπερά μάτια «μιλούν» πολύ εύγλωτα και πειστικά για την προσπάθεια του παιδιού και την κρυφή ένταση που το κατέχει. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Εξήντα περίπου χρόνια μετά την Επανάσταση, τα πολεμικά και ιστορικά γεγονότα, έχοντας πια περάσει στη σφαίρα του θρύλου, έχουν χάσει τη ρεαλιστική οξύτητά τους, και οι πίνακες του Γύζη με «εθνικές υποθέσεις» παίρνουν κυρίως τη μορφή και το ύφος της ηθογραφικής, αφηγηματικής, λυρικής κάποτε, ζωγραφικής, που είναι άλλωστε μέσα στην παράδοση της γερμανικής ζωγραφικής της εποχής του. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου παρατηρεί για τους πίνακες αυτούς του Γύζη στο άρθρο του: «Η ηθογραφία του Γκύζη»: « Εις το κοπιώδες, έντιμον και μεγαλόστομον έργον του Βαυαρού ζωγράφου Έςς εξυμνούνται όλα τα γεγονότα της Ελληνικής Εποποιίας, αλλά το Είκοσιένα το βλέπει κανείς ζωηρότερα στο «Κρυφό Σχολειό», στον Μικρό Σοφό και στο Παραμύθι της Γιαγιάς του Γκύζη». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης γράφει χαρακτηριστικά για το έργο, σε ένα γράμμα τους στον πεθερό του, το 1886: «Εις γωνίαν εντός σκοτεινού υπογείου εκκλησίας, μπαρωμένης της θύρας, καθήμενος γέρων καλόγηρος, επί των γονάτων αυτού έχων βιβλίον και περί αυτόν πέντε παιδία εφήβου ηλικίας διδάσκει αυτά. Δια του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και δια του οπλησμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρυπτώ εξετελούντο. Η εικών αύτη είναι μικρά, με δυσκολεύει η αρμονία της καθότι ηθέλησα να παραστήσω μυστηριώδη πράξιν εις σκοτεινόν υπόγειον μόνον δια μιας ακτίνος ηλίου εισερχομένης εντός και δια της αντανακλάσεως αυτής της φωτοσκίασιν των προσώπων και λοιπών αντικειμένων». Στο πλαίσιο της φωτογραφίας ο Γύζης έχει γράψει: «Σχολείον Κρυπτόν». Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Σχεδόν σύγχρονο έργο (πριν από το 1873) είναι τα Κάλαντα (Συλλ. Ιω. Σερπιέρη). Εδώ μια ομάδα αγοριών ντυμένων με τις τοπικές τους φορεσιές (βράκα, φουστανέλα κλπ.) τραγουδά τα κάλαντα μέσα στην αυλή ενός φτωχικού σπιτιού, ενώ, η νοικοκυρά στέκεται στην πόρτα για να ακούσει, κρατώντας το μικρό στην αγκαλιά. Ο καλλιτέχνης έχει ζωγραφίσει με ιδιαίτερη επιμέλεια την ποικιλία των φορεσιών που φορούν τα παιδιά και με μεγάλη ψυχογραφική ικανότητα έχει αποδώσει την έκφραση του κάθε παιδιού, τη στάση του, τη χαρά τους καθώς τραγουδούν και μαζί την έγνοιά τους να εκτελέσουν σωστά το έργο τους, έγνοια που προσδίδει μια σοβαρότητα στα παιδικά πρόσωπά τους. Εκτός από την απεικόνιση της παιδικής μορφής στα πλαίσια εθίμων ή σκηνών με κάποιο λαογραφικό ή εθνογραφικό υπόβαθρο, όπου το παιδί, όπως άλλωστε και οι ενήλικες, μέσα από τη φορεσιά ή το «ρόλο» του στην εικόνα, προβάλλεται κατά κάποιο τρόπο ως φορέας ενός «μηνύματος» με εθνικές προεκτάσεις, ο Λύτρας ενδιαφέρεται να δώσει και μια αμεσότερη αποτύπωση του παιδιού, ζωγραφίζοντας εκφραστικά και χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την παιδική ζωή. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Το 1865 ο Λύτρας στρέφει αποφασιστικά τη ματιά του στον ελληνικό χώρο και στους απλούς ανθρώπους του τόπου του και αρχίζει να καταγράφει στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής του, συνήθειες και έθιμα με αφηγηματική, περιγραφική διάθεση αλλά και αμεσότητα. Πέρα από τα πρόσωπα και το χώρο, ο Λύτρας ενδιαφέρεται να αποτυπώσει και τις διάφορες τοπικές ενδυμασίες με όλη τη γραφικότητα και τα στολίδια τους. Στα χρόνια αυτά θεμελιώνεται η επιστήμη της λαογραφίας με τις εργασίες του Νικόλαου Πολίτη. Η πρώτη, ίσως, γνήσια ελληνική ηθογραφία είναι το έργο του Λύτρα «Επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης» (γύρω στα 1870), το οποίο δανείζεται στοιχεία από τον πίνακα του Γερμανού ζωγράφου Peter Von Hess, επιστροφή μιας Αθηναϊκής οικογένειας μετά το τέλος της επανάστασης. Ο πατέρας καθισμένος στο ζώο, παίζει το μουσικό όργανο και τραγουδά. Λίγο πιο μπροστά προχωρεί ο μικρός γιός, ντυμένος τη φουστανέλα, που συνοδεύει τον πατέρα του με τη φλογέρα και ανάμεσά τους η νεαρή μάνα με την τοπική φορεσιά, έχοντας στους ώμους το μικρότερο παιδί, που όλο χαρά κρατά την κουλούρα του σαν τρόπαιο στο υψωμένο του χέρι. Η εικόνα του άνδρα πάνω στο ζώο και της γυναίκας που προχωρεί με τα πόδια, φορτωμένη μάλιστα το παιδί, είναι πιστή καταγραφή της ελληνικής πραγματικότητας. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
- Χαράλαμπος Παχής-Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα, λάδι σε μουσαμά (Εθνική Πινακοθήκη) Η λαϊκότροπη τεχνοτροπία με το σκληρό πλάσιμο και ένα τονισμένο ρεαλισμό δημιουργεί ένα τραχύ αποτέλεσμα που απέχει πολύ από την απαλότητα του παιδιού. Αυτή η αδυναμία στην απόδοση γνήσιων παιδικών μορφών, πέρα από το μέτρο μιας προσωπικής ικανότητας, μαρτυρεί ακόμη την έλλειψη άσκησης και εξοικείωσης αρκετών ζωγράφων μας με το παιδί, ένα δύσκολο μάλιστα από τη φύση του θέμα. Πηγή: Αφροδίτη Κουριά, Ιστορικός Τέχνης, «Το παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη (1833-1922) Εικόνες-Αντιλήψεις», Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1985, Δημ.Κεντρ.Βιβλ.Σπάρτης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.